- εξέλκωσις
- (-εως) η1) изъязвление; 2) язва
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξελκώσεις — ἐξέλκωσις causing of sores in fem nom/voc pl (attic epic) ἐξέλκωσις causing of sores in fem nom/acc pl (attic) ἐξελκόω cause sores in aor subj act 2nd sg (epic) ἐξελκόω cause sores in fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέλκωση — η (Α ἐξέλκωσις) σχηματισμός έλκους (πληγής) στο δέρμα ή σε έναν βλεννογόνο … Dictionary of Greek
ἐξέλκωσι — ἐξέλκω draw pres subj act 3rd pl ἐξέλκωσις causing of sores in fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέλκωσιν — ἐξέλκω draw pres subj act 3rd pl ἐξέλκωσις causing of sores in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)